κρεουργός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει [[κρέας]], κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[μέρα]] ξεφαντώματος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κρεουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει [[κρέας]], κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[μέρα]] ξεφαντώματος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεουργός:''' разрубающий мясо на куски: κρεουργὸν [[ἦμαρ]] Aesch. день кровавого пиршества (когда Атрей, чтобы отомстить брату своему Тиесту, пытался накормить его на пиру телом убитых сыновей последнего).
}}
}}