δείνωσις: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείνωσις:''' -εως, ἡ ([[δεινόω]]), [[υπερβολή]], [[μεγαλοποίηση]], [[διόγκωση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δείνωσις:''' -εως, ἡ ([[δεινόω]]), [[υπερβολή]], [[μεγαλοποίηση]], [[διόγκωση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δείνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> раздувание, преувеличение ([[ἐλεεινολογία]] καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждение, раздражение, негодование (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): [[λόγος]] περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь.
}}
}}