προχέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έχεα</i>· [[χύνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>σπονδὰς προχέαι</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ὄπα]] γλυκεῖαν, σε Πίνδ. — μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων που ξεχύνεται πάνω σε μια [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έχεα</i>· [[χύνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>σπονδὰς προχέαι</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ὄπα]] γλυκεῖαν, σε Πίνδ. — μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων που ξεχύνεται πάνω σε μια [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προχέω:''' (fut. προχεῶ)<br /><b class="num">1)</b> изливать ([[ῥόον]] εἰς ἅλα Hom.): τρὶς [[ὕδατος]] π. Hes. доливать три части воды (к одной части вина); σπονδὰς προχέαι (inf. aor.) Her. совершить возлияния; τῇ προχέοντο [[φαλαγγηδόν]] Hom. туда фалангами хлынули (пергамцы);<br /><b class="num">2)</b> (о звуке) издавать, испускать (ὀμφήν Anacr.; [[ὄπα]] γλυκεῖαν Pind.).
}}
}}