πειθάνωρ: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πειθάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πειθάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πειθάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. послушный: ὁ δὲ μὴ π. Aesch. кто же не послушается.
}}
}}