δασυπώγων: Difference between revisions

1b
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δασυπώγων]])<br />ο [[δασυγένειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>δασυπώνων</i><br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> [[γένος]] σχοινοειδών [[φυτών]].
|mltxt=ο (AM [[δασυπώγων]])<br />ο [[δασυγένειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>δασυπώνων</i><br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> [[γένος]] σχοινοειδών [[φυτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσῠπώγων:''' ωνος adj. с густой бородой Arph.
}}
}}