ἀσπίς: Difference between revisions

1,300 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]], Λατ. [[clipeus]], από [[δέρμα]] βοδιού, καλυμμένη με μεταλλικές πλάκες, με [[προεξοχή]] ([[ὀμφαλός]]) στη [[μέση]], διακοσμημένη με αραποσιτιά (<i>θύσανοι</i>)· αντίθ. προς την στενόμακρη [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]], Λατ. [[scutum]]) που χρησιμοποιείται από τους οπλίτες (<i>ὁπλῖται</i>).<br /><b class="num">2.</b> στον πεζό λόγο, για να δηλώσει το [[σώμα]] των στρατιωτών, ὀκτακισχιλίη [[ἀσπίς]], [[οκτώ]] χιλιάδες στρατιώτες οπλισμένοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> σε στρατιωτικές φράσεις: ἐπ' ἀσπίδας [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] τάξασθαι, σε [[βάθος]] [[είκοσι]] [[πέντε]] [[ανδρών]], σε Θουκ.· <i>ἐπ'ἀσπίδα</i>, <i>παρ' ἀσπίδα</i> (αντίθ. ἐπὶ [[δόρυ]]), προς τα αριστερά ή στα αριστερά, [[επειδή]] η [[ασπίδα]] κρατιόταν από το αριστερό [[χέρι]], σε Ξεν.· παρ' ἀσπίδα [[στῆναι]], [[στέκομαι]] στη [[μάχη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασπίδα]], [[φίδι]] Αιγυπτιακό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀσπίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]], Λατ. [[clipeus]], από [[δέρμα]] βοδιού, καλυμμένη με μεταλλικές πλάκες, με [[προεξοχή]] ([[ὀμφαλός]]) στη [[μέση]], διακοσμημένη με αραποσιτιά (<i>θύσανοι</i>)· αντίθ. προς την στενόμακρη [[ασπίδα]] ([[ὅπλον]], Λατ. [[scutum]]) που χρησιμοποιείται από τους οπλίτες (<i>ὁπλῖται</i>).<br /><b class="num">2.</b> στον πεζό λόγο, για να δηλώσει το [[σώμα]] των στρατιωτών, ὀκτακισχιλίη [[ἀσπίς]], [[οκτώ]] χιλιάδες στρατιώτες οπλισμένοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> σε στρατιωτικές φράσεις: ἐπ' ἀσπίδας [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] τάξασθαι, σε [[βάθος]] [[είκοσι]] [[πέντε]] [[ανδρών]], σε Θουκ.· <i>ἐπ'ἀσπίδα</i>, <i>παρ' ἀσπίδα</i> (αντίθ. ἐπὶ [[δόρυ]]), προς τα αριστερά ή στα αριστερά, [[επειδή]] η [[ασπίδα]] κρατιόταν από το αριστερό [[χέρι]], σε Ξεν.· παρ' ἀσπίδα [[στῆναι]], [[στέκομαι]] στη [[μάχη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασπίδα]], [[φίδι]] Αιγυπτιακό, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> щит (βοείη Hom.; [[κυκλοτερής]] Her.; ξυλίνη Xen.; [[διάχρυσος]] Plut.): παρ᾽ ἀσπίδα Xen. с левой стороны, слева и ἐπ᾽ ἀσπίδα Xen. влево, налево (т. к. щит держали в левой руке), ἐξ ἀσπίδος Polyb. слева направо;<br /><b class="num">2)</b> шеренга, ряд: ἐπ᾽ ἀσπίδας или ἐπ᾽ ἀσπίδων [[πέντε]] ([[παρα]])τεταγμένοι Thuc. выстроенные в пять шеренг;<br /><b class="num">3)</b> тяжеловооруженное войско, гоплиты (ὀκτακισχιλίη ἀ. Her.; μυρία ἀ. Xen.);<br /><b class="num">4)</b> воин, солдат (τοσαύτας ἀσπίδας ἀντιτάξαι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> сражение, битва (εἰς ἀσπίδα ἥξειν и παρ᾽ ἀσπίδα [[στῆναι]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> перен. щит, защита ([[οὗτος]] [[ἡμῖν]] ἀ. οὐ σμικρά Aesch.);<br /><b class="num">7)</b> зоол. аспид (Coluber [[aspis]], Coluber haye или Naia haye) Her., Arst., Men., Plut.
}}
}}