διάστροφος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάστροφος:''' <b class="num">1)</b> кривой, увечный (πρόβατα Her.; δ. τὸ [[σῶμα]] καὶ λελωβημένος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> искаженный, обезображенный (μορφὴ καὶ φρένες Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> косящий или безумно глядящий ([[ὀφθαλμός]] Soph.).
}}
}}