συλληπτικός: Difference between revisions

4
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[συλλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[περιληπτικός]] («συλληπτικὰ ὀνόματα», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιεκτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που συντελεί στη [[σύλληψη]] του εμβρύου, στην [[κυοφορία]] («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] για [[σύλληψη]], για [[κυοφορία]] («οὐ συλληπτικὰ τὰ θήλεια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συλληπτικόν</i><br />[[βοήθεια]], [[αρωγή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συλληπτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> το [[σχήμα]] λόγου της συλλήψεως. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλληπτικῶς</i> ΜΑ<br />περιεκτικά, περιληπτικά<br /><b>αρχ.</b><br />τακτικά, [[χωρίς]] [[καθυστέρηση]].
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[συλλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[περιληπτικός]] («συλληπτικὰ ὀνόματα», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιεκτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που συντελεί στη [[σύλληψη]] του εμβρύου, στην [[κυοφορία]] («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] για [[σύλληψη]], για [[κυοφορία]] («οὐ συλληπτικὰ τὰ θήλεια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συλληπτικόν</i><br />[[βοήθεια]], [[αρωγή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συλληπτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> το [[σχήμα]] λόγου της συλλήψεως. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλληπτικῶς</i> ΜΑ<br />περιεκτικά, περιληπτικά<br /><b>αρχ.</b><br />τακτικά, [[χωρίς]] [[καθυστέρηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''συλληπτικός:''' <b class="num">1)</b> способный к зачатию (τὰ [[θήλεα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> грам. собирательный (ὀνόματα).
}}
}}