ἐσχάριον: Difference between revisions

2
(6_22)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσχάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἐσχάρα]]: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) [[μέρος]] ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ [[ἐσχάριον]] παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται [[νῆες]] εἰς τὴν θάλασσαν, [[ὅθεν]] ἡ [[ἀπερίεργος]] [[γλῶσσα]] παραφθείρουσα, τὸ καινὸν [[πλοῖον]] ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ [[ναῦς]]) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) [[ἐσχάρα]], [[ἕλκος]] ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἐσχάριον]]· κοῖλον [[θυμιατήριον]]».
|lstext='''ἐσχάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἐσχάρα]]: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) [[μέρος]] ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ [[ἐσχάριον]] παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται [[νῆες]] εἰς τὴν θάλασσαν, [[ὅθεν]] ἡ [[ἀπερίεργος]] [[γλῶσσα]] παραφθείρουσα, τὸ καινὸν [[πλοῖον]] ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ [[ναῦς]]) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) [[ἐσχάρα]], [[ἕλκος]] ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἐσχάριον]]· κοῖλον [[θυμιατήριον]]».
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχάριον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> маленькая жаровня Arph.;<br /><b class="num">2)</b> площадка осадной башни Polyb., Diod.
}}
}}