συνεπιρρώννυμι: Difference between revisions

4b
(39)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπιρρώνυμαι</i><br />(για [[γλώσσα]]) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιρρώννυμι]] «[[ενθαρρύνω]], [[ενδυναμώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπιρρώνυμαι</i><br />(για [[γλώσσα]]) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιρρώννυμι]] «[[ενθαρρύνω]], [[ενδυναμώνω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιρρώννῡμι:''' подкреплять, приходить на помощь (συνεπέρρωσαν οἱ ἱππεῖς, τοὺς Ἓλληνας Plut.).
}}
}}