ξενοφόνος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ.
|lsmtext='''ξενοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοφόνος:''' убивающий чужеземцев или гостей Eur., Plat.
}}
}}