ἀντιμάχομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμάχομαι:''' μέλ. <i>-μᾰχήσομαι</i>, αποθ., [[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντιμάχομαι:''' μέλ. <i>-μᾰχήσομαι</i>, αποθ., [[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμάχομαι:''' противоборствовать, сопротивляться (Thuc.; τινι Plut.).
}}
}}