συγγίγνομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγίγνομαι:''' Ιων. συγγίν-[ῑ]· μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> βρίσκομαι, είμαι μαζί με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ή συσχετίζομαι με, [[συνδέομαι]] ή κάνω [[συντροφιά]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, επίσης, [[συγγίγνομαι]] ἐς λόγους τινί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μαθητές ή οπαδούς, [[συναναστρέφομαι]] τον δάσκαλο, [[μαθητεύω]] κοντά του, τον συμβουλεύομαι, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] να βοηθήσω, <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[συναπαντώ]], [[συναντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ συγγιγνόμενοι</i>, σύντροφοι, σε Ξεν.
|lsmtext='''συγγίγνομαι:''' Ιων. συγγίν-[ῑ]· μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]· αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> βρίσκομαι, είμαι μαζί με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ή συσχετίζομαι με, [[συνδέομαι]] ή κάνω [[συντροφιά]] με, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, επίσης, [[συγγίγνομαι]] ἐς λόγους τινί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για μαθητές ή οπαδούς, [[συναναστρέφομαι]] τον δάσκαλο, [[μαθητεύω]] κοντά του, τον συμβουλεύομαι, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[έρχομαι]] να βοηθήσω, <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[συναπαντώ]], [[συναντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ συγγιγνόμενοι</i>, σύντροφοι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγίγνομαι:''' ион. [[συγγίνομαι]] (γῑ)<br /><b class="num">1)</b> рождаться вместе, быть врожденным (τινι Arst.); τὸ [[φυσικῶς]] αὐτοῖς συγγεγενημένον Diod. свойственное им от природы;<br /><b class="num">2)</b> сходиться, сближаться, встречаться, общаться (τινι Her.; μηδενί Thuc.): χαλεπὸς ξυγγενέσθαι ἐστίν Plat. с ним трудно иметь дело; σ. ἐς λόγους τινί Arph. вступать в беседу с кем-л.; οἱ συγγιγνόμενοι Xen. спутники, (со)товарищи Plat. (ближайшие) ученики; σ. ἐς πόσιν Her. собираться для совместной пирушки; [[πολλάκις]] ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι Arph. по ночам меня часто охватывали заботы; ἐνδείᾳ σ. Plat. ощущать недостаток; ὑδροποσίαις σ. Plat. ограничиваться питьем воды;<br /><b class="num">3)</b> вступать в половую связь, сожительствовать (γυναικί Her., Xen., Plut.; δούλῳ Plat.);<br /><b class="num">4)</b> приходить на помощь, помогать (φίλοις Aesch.): ξυγγένεσθέ γ᾽ ἀλλὰ [[νῦν]]! Soph. прийдите же на помощь!; ξὺν δὲ γενοῦ (in tmesi = ξυγγενοῦ) πρὸς ἐχθρούς! Aesch. помоги (нам) против врагов!
}}
}}