καταρτίζω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] εκ νέου, [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ.· <i>κ. δίκτυα</i>, [[διορθώνω]] δίχτυα, «[[μπαλώνω]]», σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., [[επαναφέρω]] στο σωστό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] εντελώς· Παθ. παρακ. <i>κατηρτισμένος</i>, απόλ., εφοδιασμένος [[καλά]], [[πλήρης]], σε Ηρόδ., Κ.Δ.
|lsmtext='''καταρτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] εκ νέου, [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ.· <i>κ. δίκτυα</i>, [[διορθώνω]] δίχτυα, «[[μπαλώνω]]», σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., [[επαναφέρω]] στο σωστό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]] εντελώς· Παθ. παρακ. <i>κατηρτισμένος</i>, απόλ., εφοδιασμένος [[καλά]], [[πλήρης]], σε Ηρόδ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρτίζω:''' <b class="num">1)</b> вновь приводить в порядок, восстанавливать: πάντα κ. ἐς [[τωὐτό]] Her. привести все в прежнее состояние;<br /><b class="num">2)</b> умиротворять (Μιλησίους Her.; τὸν δῆμον Plut.);<br /><b class="num">3)</b> исправлять, приводить в порядок, чинить ([[ναῦς]] Polyb.; τὰ δίκτυα NT);<br /><b class="num">4)</b> руководить, направлять, вести (τινὰ εἰς или πρὸς τὸ [[συμφέρον]] Plut.; ὁ μαθητὴς κατηρτισμένος [[ἔσται]] ὡς ὁ [[διδάσκαλος]] [[αὐτοῦ]] NT);<br /><b class="num">5)</b> реже med. снаряжать, готовить (στόλον Polyb.): [[σκεύη]] ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν NT орудия гнева, готовые нести гибель;<br /><b class="num">6)</b> снабжать, укомплектовывать (ναῦν πληρώματι ἐπιλέκτῳ Polyb.): κ. τριήρεις Diod. укомплектовывать триеры (людьми).
}}
}}