ἐναλλαγή: Difference between revisions

2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐναλλαγή]])<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[αλλαγή]], εκ περιτροπής [[διαδοχή]], διαδοχική [[αλλαγή]] (α. «[[εναλλαγή]] χαράς και λύπης» β. «[[εναλλαγή]] ημέρας και νύχτας» γ. «[[εναλλαγή]] ανέμων» δ. «κατ' εναλλαγήν» — [[εναλλάξ]], εκ περιτροπής)<br /><b>2.</b> [[μετατροπή]], [[μεταβολή]], [[διαδοχή]] (α. «τὴν [[ἐξαίφνης]] εἰς χαρὰν ἐναλλαγὴν τοῡ θρήνου», Καλλίμ.<br />β. «ἐναλλαγὴ τῶν ζῳδίων», Πτολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>λογοτ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο γίνεται απροσδόκητα [[αλλαγή]] του ρήματος ή του χρόνου ή του αριθμού ή του προσώπου με [[άλλο]] («ας μη μού δώσει η [[μοίρα]] μου εις ξένην γην τον τάφον<br />[[είναι]] [[γλυκύς]] ο [[θάνατος]] μόνον όταν κοιμώμεθα εις την [[πατρίδα]]», Κάλβ.)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> α) «[[εναλλαγή]] της ύλης» — η [[αφομοίωση]] από τον ανθρώπινο οργανισμό τών θρεπτικών στοιχείων τών τροφών και η [[μετατροπή]] τους σε άλλα στοιχεία δικά του, [[αλλιώς]] [[μεταβολισμός]]<br />β) «[[εναλλαγή]] ενέργειας» — η [[μεταβολή]] της λανθάνουσας χημικής ενέργειας τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνει [[ένας]] [[οργανισμός]] σε κινούσα [[ενέργεια]] και [[κυρίως]] σε [[θερμότητα]]<br />γ) το [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο μερικοί ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί δεν μοιάζουν [[καθόλου]] με τους γεννήτορες, [[αλλά]] έχουν χαρακτηριστικά μακρινών ή πλάγιων προγόνων τους<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] της ημιπεριόδου ενός εναλλασσόμενου μεγέθους στη [[διάρκεια]] της οποίας δεν παρατηρείται [[αλλαγή]] στη [[φορά]] του μεγέθους [[αυτού]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> α) «[[εναλλαγή]] καταστάσεως» — [[κατά]] το ρωμ. δίκ. η [[μεταβολή]] στην [[προσωπικότητα]], δηλ. στην [[ικανότητα]] για [[απόκτηση]] δικαιωμάτων ή για [[ανάληψη]] υποχρεώσεων που επέρχεται από την [[απόκτηση]] ή την [[απώλεια]] κάποιας ιδιότητας<br />β) «[[εναλλαγή]] προικῴων» — η [[μετά]] τον γάμο και με [[κοινή]] [[συμφωνία]] τών συζύγων [[μεταβολή]] του αντικειμένου της προίκας που επέρχεται με δικαστική [[επικύρωση]]<br /><b>5.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> α) «[[εναλλαγή]] εδαφών» — η [[ανταλλαγή]] εδαφών που συμφωνείται και εκτελείται [[μεταξύ]] δύο κρατών<br />β) «[[εναλλαγή]] αιχμαλώτων» — η [[ανταλλαγή]] αιχμαλώτων [[μεταξύ]] εμπόλεμων κρατών<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ποικιλία]] («καὶ τῶν λαχάνων τὰς πολλὰς ἐναλλαγάς, ἅς [[βλέπω]]», Καλλίμ.)<br /><b>2.</b> [[καθαίρεση]] και [[αντικατάσταση]] («διὰ τὴν ἐναλλαγὴν ὁποὺ κινδυνεύει νὰ γένῃ εἰς τὸν... ἐφημέριον τοῡ αὐτοῡ μοναστηρίου, Βλαστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> η [[μεταβολή]] και η [[χρησιμοποίηση]] ενός γράμματος ή άλλου γλωσσικού στοιχείου [[αντί]] για [[άλλο]] (α. «[[ἐναλλαγή]] χρόνων», Διον. Αλικ.<br />β. «[[ἐναλλαγή]] πτώσεως», Απολλ. Δύσκ.).
|mltxt=η (AM [[ἐναλλαγή]])<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[αλλαγή]], εκ περιτροπής [[διαδοχή]], διαδοχική [[αλλαγή]] (α. «[[εναλλαγή]] χαράς και λύπης» β. «[[εναλλαγή]] ημέρας και νύχτας» γ. «[[εναλλαγή]] ανέμων» δ. «κατ' εναλλαγήν» — [[εναλλάξ]], εκ περιτροπής)<br /><b>2.</b> [[μετατροπή]], [[μεταβολή]], [[διαδοχή]] (α. «τὴν [[ἐξαίφνης]] εἰς χαρὰν ἐναλλαγὴν τοῡ θρήνου», Καλλίμ.<br />β. «ἐναλλαγὴ τῶν ζῳδίων», Πτολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>λογοτ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο γίνεται απροσδόκητα [[αλλαγή]] του ρήματος ή του χρόνου ή του αριθμού ή του προσώπου με [[άλλο]] («ας μη μού δώσει η [[μοίρα]] μου εις ξένην γην τον τάφον<br />[[είναι]] [[γλυκύς]] ο [[θάνατος]] μόνον όταν κοιμώμεθα εις την [[πατρίδα]]», Κάλβ.)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> α) «[[εναλλαγή]] της ύλης» — η [[αφομοίωση]] από τον ανθρώπινο οργανισμό τών θρεπτικών στοιχείων τών τροφών και η [[μετατροπή]] τους σε άλλα στοιχεία δικά του, [[αλλιώς]] [[μεταβολισμός]]<br />β) «[[εναλλαγή]] ενέργειας» — η [[μεταβολή]] της λανθάνουσας χημικής ενέργειας τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνει [[ένας]] [[οργανισμός]] σε κινούσα [[ενέργεια]] και [[κυρίως]] σε [[θερμότητα]]<br />γ) το [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο μερικοί ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί δεν μοιάζουν [[καθόλου]] με τους γεννήτορες, [[αλλά]] έχουν χαρακτηριστικά μακρινών ή πλάγιων προγόνων τους<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] της ημιπεριόδου ενός εναλλασσόμενου μεγέθους στη [[διάρκεια]] της οποίας δεν παρατηρείται [[αλλαγή]] στη [[φορά]] του μεγέθους [[αυτού]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> α) «[[εναλλαγή]] καταστάσεως» — [[κατά]] το ρωμ. δίκ. η [[μεταβολή]] στην [[προσωπικότητα]], δηλ. στην [[ικανότητα]] για [[απόκτηση]] δικαιωμάτων ή για [[ανάληψη]] υποχρεώσεων που επέρχεται από την [[απόκτηση]] ή την [[απώλεια]] κάποιας ιδιότητας<br />β) «[[εναλλαγή]] προικῴων» — η [[μετά]] τον γάμο και με [[κοινή]] [[συμφωνία]] τών συζύγων [[μεταβολή]] του αντικειμένου της προίκας που επέρχεται με δικαστική [[επικύρωση]]<br /><b>5.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> α) «[[εναλλαγή]] εδαφών» — η [[ανταλλαγή]] εδαφών που συμφωνείται και εκτελείται [[μεταξύ]] δύο κρατών<br />β) «[[εναλλαγή]] αιχμαλώτων» — η [[ανταλλαγή]] αιχμαλώτων [[μεταξύ]] εμπόλεμων κρατών<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ποικιλία]] («καὶ τῶν λαχάνων τὰς πολλὰς ἐναλλαγάς, ἅς [[βλέπω]]», Καλλίμ.)<br /><b>2.</b> [[καθαίρεση]] και [[αντικατάσταση]] («διὰ τὴν ἐναλλαγὴν ὁποὺ κινδυνεύει νὰ γένῃ εἰς τὸν... ἐφημέριον τοῡ αὐτοῡ μοναστηρίου, Βλαστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> η [[μεταβολή]] και η [[χρησιμοποίηση]] ενός γράμματος ή άλλου γλωσσικού στοιχείου [[αντί]] για [[άλλο]] (α. «[[ἐναλλαγή]] χρόνων», Διον. Αλικ.<br />β. «[[ἐναλλαγή]] πτώσεως», Απολλ. Δύσκ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναλλᾰγή:''' ἡ<b class="num">1)</b> поворот: κατ᾽ ἐναλλαγήν Plat. обратно, наоборот;<br /><b class="num">2)</b> грам. перемещение, перестановка (ἐ. στοιχείων ὡς τὸ «ἀρχων» [[ὄνομα]] γίνεται «[[Χάρων]]» Sext.).
}}
}}