μελανόμματος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελᾰνόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελᾰνόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόμματος:''' черноокий Plat., Arst.
}}
}}