προσβιβάζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[προσβαίνω]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω να πλησιάσει, [[φέρνω]] κοντύτερα, <i>τινά</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προσελκύω]], [[πείθω]], <i>εὖ προσβιβάζεις με</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για πράγματα, [[προσβιβάζω]] τι κατὰ τὸ [[εἰκός]], κάνω [[κάτι]] να συμφωνήσει με τις πιθανότητες, το [[φέρνω]] σε [[συμφωνία]] με αυτές, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[προσβαίνω]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω να πλησιάσει, [[φέρνω]] κοντύτερα, <i>τινά</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προσελκύω]], [[πείθω]], <i>εὖ προσβιβάζεις με</i>, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για πράγματα, [[προσβιβάζω]] τι κατὰ τὸ [[εἰκός]], κάνω [[κάτι]] να συμφωνήσει με τις πιθανότητες, το [[φέρνω]] σε [[συμφωνία]] με αυτές, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσβῐβάζω:''' (fut. προσβιβάσω - атт. προσβιβῶ)<br /><b class="num">1)</b> приближать, сближать (sc. τὸν Πομπήϊον τῷ Ἀλεξάνδρῳ Plut.): προθυμήσομαι [[ἡμᾶς]] προσβιβάσαι Plat. постараюсь (чтобы нам) подойти ближе к делу; προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Luc. приблизиться к истине;<br /><b class="num">2)</b> приводить: π. τινὰ κατὰ τὸ [[εἰκός]] Plat. приводить кого-л. к естественному объяснению; π. τι κατὰ γράμματα Plat. разложить что-л. на (отдельные) буквы;<br /><b class="num">3)</b> приводить к убеждению, убеждать (τῷ λόγῳ τινά Xen.);<br /><b class="num">4)</b> добавлять, довершать: τὸν κολοφῶνα προσβιβάζων Plat. в завершение.
}}
}}