ἀκριβοδίκαιος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκριβοδίκαιος]], -ον)<br />αυτός που δικάζει με [[αυστηρότητα]], ο [[ακριβής]] στην [[απόδοση]] του δικαίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελείται με απόλυτη [[δικαιοσύνη]], ο πολύ [[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακριβής]] <span style="color: red;">+</span> [[δίκαιος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκριβοδίκαιος]], -ον)<br />αυτός που δικάζει με [[αυστηρότητα]], ο [[ακριβής]] στην [[απόδοση]] του δικαίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελείται με απόλυτη [[δικαιοσύνη]], ο πολύ [[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακριβής]] <span style="color: red;">+</span> [[δίκαιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρῑβοδίκαιος:''' строго судящий, придерживающийся буквы закона Arst.
}}
}}