κακοφυής: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει άσχημα [[φυσικά]] ελαττώματα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κᾰκοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που έχει άσχημα [[φυσικά]] ελαττώματα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοφῠής:''' дурной по природе (κατὰ τὴν ψυνήν Plat.).
}}
}}