ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω επίβουλα σχέδια ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω επίβουλα σχέδια ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεπιβουλεύω:''' <b class="num">1)</b> со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ [[μᾶλλον]] ἢ ἀ. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).
}}
}}