ἐμμειδιάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], (<i>ἐν</i>), [[γελώ]] ή [[χαμογελώ]] για [[κάτι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐμμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], (<i>ἐν</i>), [[γελώ]] ή [[χαμογελώ]] για [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμειδιάω:''' досл. улыбаться, перен. (о собаках) выражать радость (πρὸς τὰ ἴχνη Xen.).
}}
}}