κοχλίας: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοχλίας:''' -ου, ὁ ([[κόχλος]]), [[σαλιγκάρι]] με σπειροειδές [[καύκαλο]], Λατ. [[cochlea]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κοχλίας:''' -ου, ὁ ([[κόχλος]]), [[σαλιγκάρι]] με σπειροειδές [[καύκαλο]], Λατ. [[cochlea]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοχλίας:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> моллюск с витой раковиной Arst., Theocr., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> тех. винт Архимеда ([[μηχανή]], ἣν ἐπενόησε [[Ἀρχιμήδης]], ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.).
}}
}}