προαπολείπω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών.
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰπολείπω:''' <b class="num">1)</b> ранее оставлять, первым покидать (τὴν κοινωνίαν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ [[δύναμις]] Plut. силы отстают от рвения;<br /><b class="num">3)</b> слабеть (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.).
}}
}}