3,274,916
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών. | |lsmtext='''προαπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[εγκαταλείπω]] εκ των προτέρων, [[αποτυγχάνω]] [[πρώτος]], δηλ. σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]], με γεν., σε Αντιφών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰπολείπω:''' <b class="num">1)</b> ранее оставлять, первым покидать (τὴν κοινωνίαν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. оставаться позади, уступать, отставать Lys.: προαπολείπει τῆς προθυμίας ἡ [[δύναμις]] Plut. силы отстают от рвения;<br /><b class="num">3)</b> слабеть (οἱ Βορέαι προαπολείπουσι Plut.). | |||
}} | }} |