ἀναπολίζω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπολίζω:''' = [[ἀναπολέω]], λέγεται για [[χωράφι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀναπολίζω:''' = [[ἀναπολέω]], λέγεται για [[χωράφι]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπολίζω:''' перепахивать (ἄρουραν Pind.).
}}
}}