κελευστικός: Difference between revisions

2b
(20)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελευστικός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να δίνει διαταγές<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κελευστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κελευστή, η [[τέχνη]] του να διατάζει [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελευστικῶς</i><br />με κελευστικό τρόπο.
|mltxt=[[κελευστικός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να δίνει διαταγές<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κελευστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κελευστή, η [[τέχνη]] του να διατάζει [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελευστικῶς</i><br />με κελευστικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''κελευστικός:''' приказывающий, повелительный: τὸ τοῦ ψόγου κελευστικόν Plut. повелительная сила порицания.
}}
}}