θύρετρον: Difference between revisions

2b
(17)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύρετρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά [[θύρετρα]]<br /><b>1.</b> η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> το [[πλαίσιο]] της θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i> (η οποία [[συνήθως]] σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του <i>ημέλεθρον</i>].
|mltxt=[[θύρετρον]], τὸ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά [[θύρετρα]]<br /><b>1.</b> η [[θύρα]]<br /><b>2.</b> το [[πλαίσιο]] της θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρον</i> (η οποία [[συνήθως]] σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ' επίδρασιν του <i>ημέλεθρον</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θύρετρον:''' (ῠ) τό (преимущ. pl.) дверь Hom., Pind., Xen. etc.
}}
}}