3,271,067
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρόφιγξ:''' -ιγγος, ὁ ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[άξονας]] περιστροφής, αξόνιο, [[σφήνα]], [[πίρος]], γύρω από τα οποία περιστρέφεται ένα [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οι <i>στρόφιγγες</i> ήταν μικροί μοχλοί που στρέφονταν μέσα σε ακίνητες υποδοχές, θήκες, στο πάνω και στο [[κάτω]] [[άκρο]] της πόρτας, χρησιμεύοντας αντί κεντρικών αξόνων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[στρόφιγξ]] γλώττης, [[γλώσσα]] που κινείται με [[ευχέρεια]], δηλ. [[χάρισμα]] της ευγλωττίας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στρόφιγξ:''' -ιγγος, ὁ ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[άξονας]] περιστροφής, αξόνιο, [[σφήνα]], [[πίρος]], γύρω από τα οποία περιστρέφεται ένα [[σώμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οι <i>στρόφιγγες</i> ήταν μικροί μοχλοί που στρέφονταν μέσα σε ακίνητες υποδοχές, θήκες, στο πάνω και στο [[κάτω]] [[άκρο]] της πόρτας, χρησιμεύοντας αντί κεντρικών αξόνων, σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[στρόφιγξ]] γλώττης, [[γλώσσα]] που κινείται με [[ευχέρεια]], δηλ. [[χάρισμα]] της ευγλωττίας, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρόφιγξ:''' ιγγος ὁ<br /><b class="num">1)</b> стержень вращения (στρόφιγγι κυκλούμενος Eur.): γλώττης σ. Arph. бойкость языка;<br /><b class="num">2)</b> поворотный крюк, шарнир (οἱ τῶν πυλῶν στρόφιγγες Plut.): σφόνδυλοι [[οἷον]] στρόφιγγες Plat. позвонки, (представляющие собой) как бы шарниры. | |||
}} | }} |