3,276,932
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰτοφάγος:''' (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men. | |||
}} | }} |