δυσεξερεύνητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσεξερεύνητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.
|lsmtext='''δυσεξερεύνητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξερεύνητος:''' с трудом поддающийся исследованию Arst.
}}
}}