3,244,159
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμβιόω:''' μέλ. <i>-βιώσομαι</i>, παρακ. <i>-βεβίωκα</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· ζω με κάποιον [[άλλο]], [[συζώ]], [[συμβιώνω]], [[συνυπάρχω]], με δοτ., σε Δημ.· στον πληθ., ζουν μαζί, ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι, σε Πλάτ. | |lsmtext='''συμβιόω:''' μέλ. <i>-βιώσομαι</i>, παρακ. <i>-βεβίωκα</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· ζω με κάποιον [[άλλο]], [[συζώ]], [[συμβιώνω]], [[συνυπάρχω]], με δοτ., σε Δημ.· στον πληθ., ζουν μαζί, ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβιόω:''' (fut. συμβιώσομαι, aor. 2 συνεβίων; inf. aor. συμβιῶναι и συμβιῶσαι)<br /><b class="num">1)</b> вести совместную жизнь, жить вместе (τινι Isocr., Dem.; [[μετά]] τινος и πρός τινα Arst.): πρὸς τὸ συμβιοῦν [[χείρων]] Arst. невыносимый в общежитии, неуживчивый;<br /><b class="num">2)</b> проводить жизнь: ἀγαθῇ τύχῃ συμβεβιωκώς Dem. проживший счастливую жизнь, насладившийся счастьем. | |||
}} | }} |