αἴνυμαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴνυμαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. [[χωρίς]] [[αύξηση]]· [[παίρνω]], [[λαμβάνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], [[κυριαρχώ]], σε Όμηρ.· με γεν. του διαιρεμένου όλου, <i>τυρῶν αἰνυμένους</i>, λαμβάνοντας [[μέρος]] απ' τα τυριά, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''αἴνυμαι:''' αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. [[χωρίς]] [[αύξηση]]· [[παίρνω]], [[λαμβάνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], [[κυριαρχώ]], σε Όμηρ.· με γεν. του διαιρεμένου όλου, <i>τυρῶν αἰνυμένους</i>, λαμβάνοντας [[μέρος]] απ' τα τυριά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴνῠμαι:''' (только praes. и impf. αἰνύμην) брать, хватать, снимать (τεύχεα ἀπ᾽ ὤμων, [[τόξον]] ἀπὸ πασσάλου Hom.): αἴ. τινος Hom. брать с собой что-л.; [[πόθος]] τινὸς αἴνυταί τινα Hom. тоска по ком-л. охватывает кого-л.; [[ἄνευ]] πυρὸς αἴ. [[δόρπον]] Theocr. есть пищу в сыром виде.
}}
}}