ἀτείχιστος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτείχιστος:''' -ον ([[τειχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ατείχιστος]], [[ανοχύρωτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μη περιτειχισμένος, μη αποκλεισμένος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀτείχιστος:''' -ον ([[τειχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ατείχιστος]], [[ανοχύρωτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μη περιτειχισμένος, μη αποκλεισμένος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτείχιστος:''' не окруженный крепостными стенами, неукрепленный Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τὸ [[τεῖχος]] ἀτείχιστον Thuc. стена без укреплений.
}}
}}