3,276,932
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καινόω:''' <b class="num">1)</b> обновлять, изменять: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;<br /><b class="num">2)</b> впервые вводить в употребление, торжественно открывать ([[οἴκημα]] ὑπόγαιον Her.). | |||
}} | }} |