μακρηγορέω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρηγορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''μακρηγορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρηγορέω:''' говорить пространно, произносить длинные речи Aesch., Eur., Thuc. etc.
}}
}}