πολυτρίπους: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυτρίπους:''' [ῐ], ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε τρίποδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''πολυτρίπους:''' [ῐ], ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε τρίποδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτρίπους:''' 2, gen. ποδος (ῐ) имеющий много (священных) треножников ([[Σπάρτα]] Anth.).
}}
}}