παραστατικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραστᾰτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ικανός]] να στέκεται δίπλα.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανός]] να προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[εχέφρων]], [[θαρραλέος]], [[εμψυχωτικός]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραστᾰτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ικανός]] να στέκεται δίπλα.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανός]] να προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[εχέφρων]], [[θαρραλέος]], [[εμψυχωτικός]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραστᾰτικός:''' <b class="num">1)</b> наглядно представляющий, выражающий, объясняющий (ἀληθοῦς Sext.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждающий (ἀγωνίας Polyb.; ὁρμῆς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отважный, полный решимости Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> необузданный, бешеный ([[ὁρμή]] Polyb.).
}}
}}