φιλοχωρέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[φιλόχωρος]]), [[αγαπώ]] κάποιον [[τόπο]], [[μένω]] διαρκώς [[εκεί]], [[συχνάζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''φῐλοχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[φιλόχωρος]]), [[αγαπώ]] κάποιον [[τόπο]], [[μένω]] διαρκώς [[εκεί]], [[συχνάζω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοχωρέω:''' охотно обитать, оставаться (οὐκ ἐκλείπειν τὴν νῆσον, ἀλλ᾽ αἰεὶ φ. Her.): φιλοχωρῆσαι τοῖς περὶ τὸ [[Βυζάντιον]] τόποις Polyb. предпочесть остаться в окрестностях Византии; ἐπιμένειν καὶ φ. τῇ ἱστορίᾳ Plut. продолжать заниматься историей; φ. περὶ τοὺς ἀρχαίους ἐθισμούς Plut. придерживаться древних обычаев.
}}
}}