ξένος: Difference between revisions

1,873 bytes added ,  31 December 2018
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξένος:''' ὁ, Αιολ. ξέννος, Επικ. και Ιων. [[ξεῖνος]] (χρησιμ. επίσης από τους Τραγ.)·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[φίλος]] που γίνεται [[δεκτός]] ως φιλοξενούμενος, δηλ. [[οποιοσδήποτε]] [[πολίτης]] ξένης πόλης με τον οποίον υπάρχει [[συνθήκη]] φιλοξενίας τόσο γι' αυτόν όσο και για τους κληρονόμους του, [[συνθήκη]] που επιβεβαιώνεται με αμοιβαία δώρα ([[ξένια]]) και με [[επίκληση]] στο [[Δία]] ([[Ζεὺς]] [[ξένιος]]), σε Όμηρ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το ένα από τα [[δύο]] μέρη που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, δηλ. [[είτε]] για τον φιλοξενούμενο [[είτε]] για τον <i>ξεινοδόκον</i>, οικοδεσπότη, ξενοδόχο, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[οποιοσδήποτε]] έχει [[δικαίωμα]] στη [[φιλοξενία]], [[αλλοδαπός]], [[πρόσφυγας]], [[επισκέπτης]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[κάθε]] [[ξένος]] ή [[αλλοδαπός]], σε Ησίοδ., Αττ.· ο όρος, για λόγους ευγένειας, χρησιμοποιούνταν για οποιονδήποτε του οποίου το όνομα ήταν άγνωστο, και η [[προσφώνηση]] <i>ὦξένε</i> έφθασε να σημαίνει [[κάτι]] περισσότερο από το «ω, φίλε», σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]] [[στρατιώτης]], [[αργυρώνητος]], [[μισθοφόρος]], σε Θουκ., Ξεν. <b>Β.</b> ως επίθ., [[ξένος]], -η, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[ξεῖνος]], -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b>[[ξένος]], [[αλλοδαπός]], [[αλλοεθνής]], [[αλλόφυλος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. πράγμ., [[ξένος]] προς κάποιο [[ζήτημα]], [[άσχετος]], [[αδαής]] ως προς αυτό, [[ανίδεος]], [[άπειρος]], σε Σοφ.· επίρρ., [[ξένως]] [[ἔχω]] τῆς λέξεως, δε [[γνωρίζω]] αυτήν τη [[γλώσσα]], αυτόν τον τρόπο του λέγειν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[αλλότριος]], [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ξένος:''' ὁ, Αιολ. ξέννος, Επικ. και Ιων. [[ξεῖνος]] (χρησιμ. επίσης από τους Τραγ.)·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[φίλος]] που γίνεται [[δεκτός]] ως φιλοξενούμενος, δηλ. [[οποιοσδήποτε]] [[πολίτης]] ξένης πόλης με τον οποίον υπάρχει [[συνθήκη]] φιλοξενίας τόσο γι' αυτόν όσο και για τους κληρονόμους του, [[συνθήκη]] που επιβεβαιώνεται με αμοιβαία δώρα ([[ξένια]]) και με [[επίκληση]] στο [[Δία]] ([[Ζεὺς]] [[ξένιος]]), σε Όμηρ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το ένα από τα [[δύο]] μέρη που συνδέονται με δεσμούς φιλοξενίας, δηλ. [[είτε]] για τον φιλοξενούμενο [[είτε]] για τον <i>ξεινοδόκον</i>, οικοδεσπότη, ξενοδόχο, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[οποιοσδήποτε]] έχει [[δικαίωμα]] στη [[φιλοξενία]], [[αλλοδαπός]], [[πρόσφυγας]], [[επισκέπτης]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[κάθε]] [[ξένος]] ή [[αλλοδαπός]], σε Ησίοδ., Αττ.· ο όρος, για λόγους ευγένειας, χρησιμοποιούνταν για οποιονδήποτε του οποίου το όνομα ήταν άγνωστο, και η [[προσφώνηση]] <i>ὦξένε</i> έφθασε να σημαίνει [[κάτι]] περισσότερο από το «ω, φίλε», σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξένος]] [[στρατιώτης]], [[αργυρώνητος]], [[μισθοφόρος]], σε Θουκ., Ξεν. <b>Β.</b> ως επίθ., [[ξένος]], -η, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[ξεῖνος]], -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b>[[ξένος]], [[αλλοδαπός]], [[αλλοεθνής]], [[αλλόφυλος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. πράγμ., [[ξένος]] προς κάποιο [[ζήτημα]], [[άσχετος]], [[αδαής]] ως προς αυτό, [[ανίδεος]], [[άπειρος]], σε Σοφ.· επίρρ., [[ξένως]] [[ἔχω]] τῆς λέξεως, δε [[γνωρίζω]] αυτήν τη [[γλώσσα]], αυτόν τον τρόπο του λέγειν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[αλλότριος]], [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]], [[ασυνήθιστος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξένος:''' <b class="num">I</b> ион. [[ξεῖνος]], эол. [[ξέννος]] 3, редко<br /><b class="num">1)</b> чужой ([[γαῖα]] Pind.): ξένης ἐπὶ χθονός и γᾶς ἐπὶ ξένης Soph. в чужой стране, на чужбине; ἐν ξέναισι [[χερσί]] Soph. в руках чужих людей;<br /><b class="num">2)</b> чужеземный ([[πόλις]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> чуждый, посторонний, непричастный (τοῦ λόγου [[τοῦδε]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> странный, необычный, неслыханный (λόγοι Aesch.; [[διάλεκτος]] Arst.; [[πρᾶγμα]] Luc.).<br /><b class="num">II</b> ион. [[ξεῖνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> чужестранец, иноземец, странник (пользовавшийся защитой законов): [[Ζεὺς]] ξείνων [[ξένιος]] Hom. Зевс, хранитель чужеземцев; πρὸς Διὸς ξεῖνοί τε πτωχοί τε Hom. все странники и нищие от Зевса;<br /><b class="num">2)</b> (у лакедемонян) = [[βάρβαρος]] (ξείνους γὰρ ἐκάλεον τοὺς βαρβάρους Her.);<br /><b class="num">3)</b> воен. иноземный наемник (οἱ ξένοι ναυβάται Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> связанный узами взаимного гостеприимства (хозяин или гость), друг, приятель (ξ. καὶ [[φίλος]] Dem.): ὁ τοῦ μεγάλου βασιλέως πατρικὸς ξ. Plat. наследственный (старинный) друг великого (т. е. персидского) царя; ὦ ξένε! Plat. друг мой!
}}
}}