ἀπονητί: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονητί:''' ([[α- στερητικό]] και [[πονέω]]), [[χωρίς]] κόπο, ξεκούραστα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπονητί:''' ([[α- στερητικό]] και [[πονέω]]), [[χωρίς]] κόπο, ξεκούραστα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονητί:''' adv. без труда, без усилий Her., Luc., Eur. ap. Plut.
}}
}}