μελίγλωσσος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[γλώσσα]], [[φωνή]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
|lsmtext='''μελίγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[γλώσσα]], [[φωνή]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίγλωσσος:''' сладкоречивый ([[πειθώ]] Aesch.; ἔπη Arph.).
}}
}}