κλάσμα: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλάσμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]]), αυτό που σπάζεται, κομμένο [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
|lsmtext='''κλάσμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]]), αυτό που σπάζεται, κομμένο [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλάσμα:''' ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.
}}
}}