ἀπολείχω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καθαρίζω]] γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀπολείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καθαρίζω]] γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολείχω:''' слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v. l. [[ἐπιλείχω]]).
}}
}}