περιπαθής: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε σφοδρή [[έξαψη]], ο φοβερά [[λυπημένος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ο [[γεμάτος]] [[πάθος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-θῶς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''περιπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε σφοδρή [[έξαψη]], ο φοβερά [[λυπημένος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ο [[γεμάτος]] [[πάθος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-θῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπᾰθής:''' весьма расстроенный, взволнованный, огорченный (τῇ συμφορᾷ Polyb.).
}}
}}