καταισχύνω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταισχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταισχύνω]], [[εξευτελίζω]], [[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>τὴνσὴν οὐ κατ. φύσιν</i>, δεν [[ντροπιάζω]] την [[φύση]] [[σου]], δηλ. δεν αποδεικνύομαι [[ανάξιος]], κατώτερός [[σου]], σε Σοφ.· ἐμὸν καταίσχυνε [[χρέος]], με εξευτέλισε [[γιατί]] το [[χρέος]] μου παρέμεινε απλήρωτο, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αισθάνομαι]] [[ντροπή]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε, <i>θεούς</i>, σε Σοφ.· ομοίως και σε Παθ. αόρ. αʹ <i>καταισχυνθῆναι</i>, [[ὅπως]] μὴ δόξει, [[ντρέπομαι]] [[μήπως]] θεωρηθώ, σε Θουκ.
|lsmtext='''καταισχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταισχύνω]], [[εξευτελίζω]], [[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>τὴνσὴν οὐ κατ. φύσιν</i>, δεν [[ντροπιάζω]] την [[φύση]] [[σου]], δηλ. δεν αποδεικνύομαι [[ανάξιος]], κατώτερός [[σου]], σε Σοφ.· ἐμὸν καταίσχυνε [[χρέος]], με εξευτέλισε [[γιατί]] το [[χρέος]] μου παρέμεινε απλήρωτο, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αισθάνομαι]] [[ντροπή]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε, <i>θεούς</i>, σε Σοφ.· ομοίως και σε Παθ. αόρ. αʹ <i>καταισχυνθῆναι</i>, [[ὅπως]] μὴ δόξει, [[ντρέπομαι]] [[μήπως]] θεωρηθώ, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταισχύνω:''' <b class="num">1)</b> позорить, пятнать, покрывать позором (πατέρων [[γένος]] Hom.; τὴν φύσιν τινός Soph.; τὴν πατρίδα Arph.; τοὺς προγόνους Plat.; τὸν [[δόξῃ]] καὶ λόγῳ πατέρα Plut.; τὴν κεφαλήν τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> осквернять (δαῖτα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> бесчестить (τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.; παρθενίαν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> (по)срамить (τοὺς σοφούς NT);<br /><b class="num">5)</b> med.-pass. совеститься, стыдиться, бояться (τὰ θνητῶν γένεθλα, θεούς Soph.): μὴ καταισχυνθῆναι, [[ὅπως]] μὴ δόξει, ἂν μὴ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς εἶναι Thuc. (я прошу старших годами) не бояться прослыть робкими, если они не будут голосовать за войну.
}}
}}