κενόφρων: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κενόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει άδειο [[κεφάλι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κενόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει άδειο [[κεφάλι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κενόφρων:''' 2, gen. ονος пустой, легкомысленный, бессмысленный (βουλεύματα Aesch.).
}}
}}