ἀνθαιρέομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθαιρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ειλόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]] ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] αντί άλλου, <i>τινά</i> (ή <i>τί</i>) <i>τινος</i>, σε Ευρ.· [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], [[εκλέγω]], [[προκρίνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαφωνώ]], [[εγείρω]] [[αξίωση]] σε, <i>τι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνθαιρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ειλόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]] ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] αντί άλλου, <i>τινά</i> (ή <i>τί</i>) <i>τινος</i>, σε Ευρ.· [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], [[εκλέγω]], [[προκρίνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαφωνώ]], [[εγείρω]] [[αξίωση]] σε, <i>τι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθαιρέομαι:''' (aor. 2 [[ἀνθειλόμην]])<br /><b class="num">1)</b> выбирать (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> предпочитать (τι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> оспаривать (στέφανον Eur.).
}}
}}