σκάπτειρα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ.
|lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκάπτειρα:''' adj. f вскапывающая ([[δίκελλα]] Anth.).
}}
}}