ἠρέμησις: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠρέμησις:''' -εως, ἡ, [[αταραξία]], [[ησυχία]], [[ακινησία]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἠρέμησις:''' -εως, ἡ, [[αταραξία]], [[ησυχία]], [[ακινησία]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠρέμησις:''' дор. ἀρέμησις, εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> покой, неподвижность (ἐν ἀρεμήσει [[εἶμεν]] Plat.; ἡ ἠ. [[στέρησις]] τῆς κινήσεως, sc. ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> спокойствие, успокоение (τῆς ὀργῆς Arst.).
}}
}}