συμπείθω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], σε Ξεν.· επίσης, [[συμπείθω]] τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
|lsmtext='''συμπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], σε Ξεν.· επίσης, [[συμπείθω]] τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπείθω:''' <b class="num">1)</b> совместно убеждать, увещевать, уговаривать (τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aesch.): ξυνέπειθε τοῦ ταῖς ναυσὶ μὴ ἀθυμεῖν ἐπιχειρήσειν Thuc. (Гермократ) убеждал не бояться напасть на корабли (афинян); συμπείθεσθαί τι Aeschin. быть склоняемым к чему-л., соглашаться на что-л.;<br /><b class="num">2)</b> подстрекать, возбуждать: συμπεπεισμένος [[κατά]] τινος Luc. восстановленный против кого-л.
}}
}}