παραστάτης: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
|lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραστάτης:''' ου (τᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> стоящий рядом, сосед по строю Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> парастат, т. е. хоревт, стоящий рядом с корифеем Arst.;<br /><b class="num">3)</b> товарищ Her., Pind., Aesch.;<br /><b class="num">4)</b> помощник, защитник (παραστάται καὶ σύμμαχοι Xen.);<br /><b class="num">5)</b> приставленный для охраны (π. πυλῶν Eur.).
}}
}}